- ψιλολογάω
- ψιλολογάω / ψιλολογώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), ψιλολόγησα βλ. πίν. 58
και πρβλ. ψιλολογώ
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψιλολογώ — ψιλολογώ, ψιλολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ψιλολογάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψιλολογώ — και ψιλολογάω ψιλολόγησα, εξετάζω κάτι σε όλες τις λεπτομέρειες, λεπτολογώ: Μην το ψιλολογάς το ζήτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)